πήρωση

πήρωση
η / πήρωσις, -εως, ΝΜΑ [πηρώ]
1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ.
β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.)
2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν», Λουκιαν.)
3. (μτφ. για την ψυχή) τραυματίζομαι, πληγώνομαι
νεοελλ.
1. (κτην.) οστική δυστροφία τών νεοσσών πτηνών, που οφείλεται σε έλλειψη μαγγανίου και χαρακτηρίζεται από δυσμορφία τού ταρσού, που προκαλεί εξάρθρωση τού αχίλλειου τένοντα και αναγκάζει το πόδι να κυρτώνεται προς τα έξω
2. φρ. «πήρωση κτήνους»
στρ. ο ακρωτηριασμός κτήνους, εξαιτίας τού οποίου τούτο γίνεται ανίκανο για εργασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πηρώσῃ — πηρώσηι , πήρωσις maiming fem dat sg (epic) πηρόω maim aor subj mid 2nd sg πηρόω maim aor subj act 3rd sg πηρόω maim fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απήρωτος — ἀπήρωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πάθει πήρωση, βλάβη …   Dictionary of Greek

  • πήρωμα — τὸ, Α [πηρώ] 1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο 2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία …   Dictionary of Greek

  • πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”